Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

[not a romantic story]

Ε..Πού είσαι; Με θυμάσαι;
Κάποτε ξενύχτησα στο παράθυρο σου, ξέρεις τώρα,
να ταίζω την γάτα, να φτιάχνω λυρικά ανομοιοκατάληκτα ποιήματα στο κεφάλι μου
Να έχω τάση λιποθυμίας, και ας μη ζαλίζομαι.
Να σκέφτομαι τον θάνατο. Να περιμένω χαιδεύοντας τον χρόνο και όλες του τις απώλειες,
ανυπομονώντας για ακόμη μία. Ή για κάτι. Ή και για'σένα.
Τα δέντρα φαίνονται όμορφα από το παράθυρο σου. Και ας βρισκόμαστε σε αστικό περιβάλλον.
Δε γαμιέται.
Και το σκοτάδι, αυτό το σκοτάδι, που αυτή τη στιγμή μας διαχωρίζει, έχει κατανόηση. Κατά του νου. Την άρρητη κατανόηση.
Ξέρεις.
Και όταν η μέρα χαθεί, δε ξέρω αν θα βλέπω το ίδιο. Δε ξέρω αν θα γράφω, αν θα μπορώ να συνεχίσω να μιλάω με παραμοιώσεις και συμβολισμούς. Σίγουρα εσύ θα μαστουρώνεις.
Και'γω; Θα μαστουρώνω με την μαστούρα σου. Αρκετό.
Όσο εσύ θα κάνεις μπάνιο στο ημί-φως.
Πότε θα ξεπλυθούμε παρέα;
Η αχόρταστη γάτα, χόρτασε. Και το μυαλό μου, δυνάμωσε.
Οι νεκροί στις θέσεις τους, και οι ζωντανοί στους τάφους τους.
Και'μεις; Να κοιτάμε τη θέα από το παράθυρο σου.
Να μου ψιθιρίζεις και αύριο.
Και μετά , σιωπή. Και νερό.
Οι αμαρτίες μας, μόλις ξεκίνησαν.