Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Τα πλάσματα της νύχτας

Τα πλάσματα της νύχτας,
δένονται στο δευτερόλεπτο
Κρατούν ένα βαθύ αποτύπωμα του χρόνου

Δεν υπάρχουν τα γνωστά τελετουργικά-
Ηρεμία, ένα ένα τα βήματα
βόλτες στη θάλασσα

Παρά μόνο πέφτουν με τα μούτρα,
Ρουφούν και την τελευταία σταγόνα,
Πάνε μήνες απ' όταν είδαν το φως

Φοράνε μαύρη στολή και γυαλιά για προστασία
Το δέρμα τους αναγεννιέται συνεχώς
οι γιατροί μιλούν για ξηροδερμία

Ο κόσμος γίνεται συχνά πολύς
Βαρύς, ασήκωτος και άγονος
Σταθερά χειμώνας στην κοιλάδα των παραισθήσεων τους

Αν δεις ποτέ σου ένα τέτοιο πλάσμα,
μη βιαστείς να το διώξεις
και ας σου βρέξει τον καναπέ με τα δάκρυα του

Θα παλέψει διακαώς με τους τοίχους σου,
θα σου ρουφήξει τις πληγές
καθώς θα στέκεται ανάποδα στο ταβάνι, σαν νυχτερίδα της ασφάλτου

Το σώμα του θα είναι βαρύ, και τα άκρα του ξεχαρβαλωμένα
μη βιαστείς να το διώξεις,
κρατά ένα αντικλείδι για την κόλαση

Στην οποία κάποτε θα θες να περάσεις,
θα' χεις και εσύ τους λόγους σου,
άλλωστε, πολύτιμες πέτρες στη τσέπη βαραίνουν προς την κατάδυση στον εαυτό σου.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Σημείωμα

Στο σημείο που με φίλησες, φύτρωσε μια παπαρούνα κόκκινη
πνιγμένη στο αίμα.
Θάνατος μύρισε, και η στιγμή ήταν ασήκωτη

Όταν σε είδα,
Ουρές αποδημητικών πουλιών
επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Ήταν απόγευμα όταν έφυγες ξανά,
Η πόρτα έκλεισε ήσυχα,
σχεδόν διακριτικά.

Σε γύρεψα στην άκρη του παραθύρου,
Έσκυψα πάνω στα κάγκελα,
Σαν να κρεμόμουν από τον ουρανό

Σε είδα να περπατάς αμέριμνος,
μόνος
σαν βασιλιάς.

Το πρόσωπο σου ήταν σαν λεπίδα ψυχρό
Το περπάτημα σου 
βρωμούσε περηφάνια και ιδρώτα.

Την επόμενη επέστρεψες ξανά
ώστε να σχολιάσεις 
την ποιότητα του εδάφους

Και πάλι σαν να γνώριζες
κρατώντας τη γη στις παλάμες σου
πως ήμουν ένα τίποτα

Μην κλαις μου είπες
μα τα δάκρυα μου ήταν ό,τι μου απέμεινε,
ασπίδες προστασίας

Δεν κλαίω σου απάντησα,
Μα να λιγάκι βαριανασαίνω
μέσα στην βροχή της ψυχής μας

Εντάξει μου είπες,
Έκλεισες ξανά την πόρτα,
Και κάπως έτσι, σκούπισες το χώμα από τα παπούτσια


και απομακρύνθηκες
πέρα από το νεκροταφείο
μακριά.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Dhik'rā

I

Επικαλούμαι συχνά. Η μνήμη αλλοιώνεται κάθε φορά που σκύβεις εντός των γραμμάτων.
Μελετώ τις γλώσσες των Ξένων. Προσπαθώ να φέρω στο νου μου. Τι σύνθετη διαδικασία. Κάθε φορά που θυμάμαι, χρειάζεται να κινήσω το σώμα μου μπρος-πίσω, να εξερευνήσω τον χώρο γύρω από τα χέρια μου. Δημιουργώ δικλείδες ασφαλείας ανάμεσα στην ενθύμηση και στη λήθη. Καμιά φορά επιλέγω να θυμηθώ μια λέξη, αντί ενός προσώπου. Κάπου διάβασα "Η γλώσσα είναι ιός από το διάστημα". Τι να εννούσε άραγε ο ποιητής. Δύσκολα σταματάς μια μόλυνση. Πολύ συχνά μια διασταύρωση στον δρόμο, είναι αρκετή για να με πάει πίσω (και μπροστά, σε μια φαντασίωση), κάθε φορά όμως θυμάμαι και μια διαφορετική λεπτομέρια. Το μυστήριο γέλιο του. Μια λαδή βερμούδα. Το τσαλακωμένο αδιάβροχο. Τα μαλλιά μου, γεμάτα άμμο και κάτι χαμένα φτηνά ακουστικά. Μια μυρωδιά από ένα μυρωδικό στικ κάποιας μεγάλης βιομηχανίας στην Άπω Ανατολή. Μια απότομη κίνηση στο λεξιλόγιο μου. Μια απότομη πράξη από το δικού του σύμπαν. Κάποιες νότες σαν συνωμοτικό μυστικό στον πετρόχτιστο διάδρομο. Αγάπη μου. Αγάπη μου Φιντέλα.


ΙΙ

Η ενθύμηση είναι σύνθετη διαδικασία, που τοποθετείται σε δύο αντίρροπες δυνάμεις. Κάθε φορά καλείσαι είτε να προστατέψεις είτε να καταστρέψεις. Δεν μπορείς απλώς να θυμηθείς. Αυτή που θυμάται αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη δράστρια, επιλέγει κάθε φορά, ισορροπεί. Το να μην ξεχνάς είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία που απαιτεί ισχυρό κίνητρο, άπλετο χρόνο για ρεμβασμό και μια ικανή αίσθηση ματαιότητας, μελαγχολίας. Πρέπει να είσαι ταχύτατη στην αποκοπή, στο detachment που λένε οι εγγλέζοι, μια αρχαία τέχνη γεμάτη μαεστρία και εμπειρία. Χρειάζεται ιδιαίτερη συγκέντρωση να φέρεις στο νου σου κάτι από το όνειρο μιας ξεχασμένης παρουσίας, ή μιας επίπονης απουσίας. Θέλει ιδιαίτερη δύναμη από την μία να απωθείς και από την άλλη να επικαλείσαι, ανοιχτή να αντέχει στα ερωτήματα χωρίς απαντήσεις. Μένει έτσι η μνήμη μετέωρη, μόνη της, απροστάτευτη, επιρρεπής σε αλλαγές. Όσο όμως βρίσκεται στο μεταίχμιο, κάτι επιβεβαιώνεται, ίσως η αναπνοή σου, η ζωτικότητα του σώματος σου. Οι κλέφτες του χρόνου επιστρέφουν στις θέσεις τους, σε μια λειτουργική αφάνεια κάτω από το έδαφος. Είναι απαραίτητοι μόνο όσο δεν ξέρεις πότε θα εμφανιστούν. Εμφανίζονται κατά μια μη τεκμηριωμένη επιστημονικά, εντολή "on demand" που γράφουν στα papers.  Το να θυμάσαι, είναι αδιαμφισβήτητα μια επαναστατικά διαδικασία. Το να φέρνεις στη μνήμη σου -δεν είναι μια εύκολη υπόθεση-.  Πρόκειται περί σοβαρής πολιτικής υποθέσεως. Πόσα καθεστώτα άραγε έχουν χτιστεί πάνω στις δυνατότητες μας να ξεχνούμε; Και πόσα έχουν πέσει, με βασικό εκρηκτικό υλικό την άρνηση των απλών ανθρώπων να ξεχάσουν.


ΙΙΙ

Μεταξουργείο. Τα συνθήματα έχουν πάψει πια. 8 Μάρτη. Κάποια μικρά παιδιά, μόλις 15 ετών, κρατούν ξύλα στα χέρια τους, η επιβολή της ενδυμασίας τα υποχρεώνει σε ένα παράξενο τελετουργικό προετοιμασίας, αναμετριούνται, κοιτούν εχθρικά όσους τους κοιτούν. Παραδίπλα, πολύχρωμα κορίτσια τοποθετούν τα μουσικά τους όργανα πίσω στις θήκες. Επικρατεί μια έντονη ησυχία. Ο δρόμος προς τον σταθμό Λαρίσης είναι αποκλεισμένος. Πως το έλεγαν και το άλλο: Ο χάρτης δεν είναι η επικράτεια. Κάπως έτσι. Η εξουσία ορίζει τις θέσεις στον χάρτη. Ξέρει πως να εφαρμόζει την πολιτικής της αντεξέγερσης. Αποκλείει, περικυκλώνει, ξέρει πώς να σε απομακρύνει σωματικά. Πρώτα ένας έντονος ήχος, μετά η ασφυξία, έπειτα το μπρος-πίσω, η φθορά, η αίσθηση ότι δεν έχεις πουθενά θέση. Είναι όλες/οι καλά; Πού πήγε ο Γιώργος; Κατεβάστε τα ρολά. Δεν θέλουμε σχέση με τους διαδηλωτές. Το να περιφέρεσαι με πανικό στα στενά, σε κάνει να παρατηρείς και ταυτόχρονα να θυμάσαι. Παρατηρείς τους ατάραχους περαστικούς, τα παραχορτασμένα παιδιά που καταναλώνουν το γεύμα τους, κάποιους να τακτοποιούν το νυχτερινό μανάβικο τους, κάποιους άλλους να τρυπούν τις φλέβες τους με μια γλυκόπικρη απάθεια. Θυμάσαι εκείνες τις μέρες πριν πολλά πλέον χρόνια. Τα φοβισμένα σου μάτια, το ξύλο που έφαγε σε μια γωνία στην κάτω πλατεία ο Μιχάλης, τα γυαλιά που πέφταν πάνω σου από τις τζαμαρίες, πολλές νύχτες μέσα και έξω από διάφορα αστυνομικά κέντρα. Θυμάσαι τις ατέλειωτες συζητήσεις. Τα μεγάλα λόγια. Τις μεγάλες πράξεις. Όσα θα γράψουν κάποτε τα βιβλία, όσα γράφουν ήδη τα μοιρασμένα κείμενα στις εκατοντάδες πορείες από τότε. Φέρνεις στο νου σου τις διαφωνίες, τις λέξεις του σύμπαντος σου: Αλληλεγγύη, Ελευθερία, Ταξικός Πόλεμος. Θυμάσαι πως κάπως είχες ξεχάσει. Αυτή είναι μια ακόμα ιδιότητα της μνήμης. Και τώρα άραγε πώς μπορείς να ξεχάσεις; Ένα τρένο που ποτέ δεν έφτασε. Εκεί μέσα ήταν άνθρωποι δικοί μας. Πάσα γη τάφος που έλεγαν οι αρχαίοι. Από τα νερά των θαλασσών μας, τα λασπωμένα τοπία των συνόρων, μέχρι τις ράγες των τρένων. Ο χάρτης δεν είναι η επικράτεια. Ο χάρτης είναι η μνήμη των ανθρώπων που χάσαμε, οι αγώνες μας, τα αποκαίδια, η βία, οι ερωτικές μας απογοητεύσεις, οι αμέτρητες απώλειες, οι γεύσεις, οι μυρωδιές των καμένων κάδων. Και εγώ, έχω απομείνει να σκέφτομαι αυτόν με το περίεργο όνομα, τον μοναχικό ταξιδιώτη, που πέρασαν μέρες μέχρι να τον ψάξει κάποιος. Σκέφτομαι και θυμάμαι αυτές τις μέρες που πέρασαν, θα ήταν δυο με τρεις, που κανείς δεν παρατήρησε την απουσία του, ή δεν μπορούσε να την εκφράσει, μιας που δεν μιλούσε σπαστά ελληνικά. Και φοβόταν και αυτός. Μην βρεθεί ξαφνικά στην άλλη άκρη των συνόρων. Όπως και ο φίλος του.


ΙV

Λοιπόν, δεν ξέρω τώρα τι να φέρω στο νου μου πρώτο, και τι τελευταίο. Τα μεγάλα κοινωνικά συμβάντα, το πως μαγειρεύουν τους νεκρούς, πώς πετάνε πέρα-δωθε τις ευθύνες; Να αναλογιστώ άραγε τον προσωπικό μου φόβο, τα τρεμάμενα μου χέρια, την μικρή μου φωνή; Τον πανικό της μητέρας μου; Ή να φαντασιωθώ αυτό το μεθόριο σημείο στη γη που θα ξανά βρεθούμε; Να φαντασιωθώ τον χρόνο ή τον τρόπο; Μήπως να σκεφτώ τι θα σου πω τότε, ποια θα είναι η ένταση της αγκαλιάς σου που θα ξανά ανοίξει τις πληγές μου; Να αναστοχαστώ πάνω σε αιτήματα, πάνω σε πτώματα, πάνω στην μεθοδολογία της εξέγερσης, ή πάνω σε όλα αυτά τα γράμματα που δεν σου έστειλα ποτέ; Όπως είπα και πιο πάνω, το να φέρνεις στη μνήμη σου, σημαίνει και να επιλέγεις. Μια μέρα αυτό, μια μέρα το άλλο, μια μέρα τίποτα. Και η σιωπή διάβασα ότι θεραπεύει. Όμως σκέφτομαι να τιμήσω τον μεγάλο ποιητή κλείνοντας με τα δικά του λόγια:



Φτάνουνε μέρεις που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δεν βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' ονομά σου.
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιος θα έρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιος θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήοσυν στο χώμα
Πριν γίνουν έναν με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες.
Ζητούν μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο


https://www.youtube.com/watch?v=JZi8k_RIOhE&ab_channel=anastasovouin7.


Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Τώρα ή τελευταία;

Τώρα τελευταία δεν έχω όρεξη να γράψω. Οι σκέψεις είναι βαριές. Πονοκέφαλος. Όπως ήταν πάντα. Το σώμα μου όμως, ζυγίζει λιγότερο. Είναι ελαφρύτερο. Αγόρασα τα κατάλληλα παπούσια. Τα χέρια μου καίνε μεν, αλλά με έναν ηπιότερο τρόπο. Θα έλεγα πως οι ουλές σαν να γιατρεύονται. Το πνεύμα μου; Το συναντώ πιο συχνά. Στο λόφο στο Γαλάτσι, σε μια παραλία στο Σούνιο, σε ένα ποτάμι στο κέντρο της Αθήνας.

Τώρα τελευταία, ακούω στο repeat παλιές ηχογραφήσεις. Και κάτι άτσαλα αρπίσματα. Ακούω με προσοχή. Ξανά και ξανά. Δεν προσέχω πια τα λόγια, αλλά την εκφορά. Ακούω τις σιωπές. Μετρώ τα σαρδάμ. Αγναντεύω τα ξεσπάσματα. Προσκυνώ. Προσκυνώ τις ξένες φωνές. Όλα κάτι μου φανερώνουν.

Τώρα τελευταία, γυρεύω τον ήλιο. Ένα άγγιγμα του στο σβέρκο. Λίγος ιδρώτας να τρέχει, κάτω από το κόκκινο πουλόβερ. Λίγη βιταμίνη D. Ψάχνω ακόμα και στις σκιές. Περπατώ με υπομονή ώσπου να φτάσω σε θάλασσα. Δεν νοιώθω την ανάγκη να βουτήξω, αλλά να σταθώ. Στο μπλε. Στο χλωμό. Στο μυστήριο.

Πλέον ξέρεις, δεν πίνω. Σταμάτησα και το τσιγάρο. Με βοήθησε μια μελαγχολική κοπέλα, που μονολογούσε με τις ώρες για "τα αποκούμπια". Η Ουρανία. Απόφοιτη λυκείου, φροντίστρια, μπλεγμένη με κυψελιώτικα προιόντα. 

Τώρα, μαθαίνω να αναπνεύω. Μετράω μέχρι το πέντε, και έπειτα εκπνέω, μετρώντας μέχρι το έξι. Η εκπνοή έχει ειδική σημασία. Την ευχαριστιέμαι με όλο μου το σώμα. 

Τελευταία, κοιτώ πιο συχνά τον ουρανό. Αναπολώ την καλοκαιρινή βροχή. Αλλά και αυτή η λιακάδα, φαίνεται να με ικανοποιεί.

Τώρα ή τελευταία, το πρόσωπο μου έγινε πιο απαλό. Οι καθρέφτες γύρω μου δεν είναι σπασμένοι. Βλέπω την ένωση. Συμπάχω με το μυρμήγκι. Πενθώ στα ηλιοβασιλέματα. Παρατηρώ τον κύκλο. Μαζεύομαι και απλώνομαι. 

Σίγουρα, τώρα τελευταία. Επιλέγω, βρίσκομαι, μιλώ σε α' ενικό.


Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Είσαι εδώ;

Η μέρα έκλεισε. Κάποιος μίλησε για φυλακή, για κάτι ερωτικά γράμματα σε γνωστό βιαστή.
Ο Γιώργος σέρβιρε τον καφέ,
η Νίκη τάισε τις γάτες θαυμάζοντας τες για το μητρικό τους ένστικτο-
μη γνωρίζοντας πως 
ακόμα και οι γάτες σκοτώνουν τα μωρά τους.

Άλλος, μίλησε για πολιτισμούς. Ο πολιτισμός της μαντίλας, η κατάργηση της καταπίεσης
και άλλα τέτοια γενικόλογα. 
Φλυαρούσε. Σαν ένας "λευκός, δυτικός", θα έλεγαν κάποιες κακοπροαίρετες.

Ο Νικήτας από την άλλη, με την γνωστή του ειλικρίνεια στα μάτια, συμμάζεψε τα ασυμάζευτα.
Μύρισε τα φυτά, μίλησε για τον μεταξοσκώληκα και την χρησιμότητα του για την 
επιβίωση μας. Ομολόγησε την ταπεινότητα του, την μετακίνηση του.
Σήμερα έμαθα πως ο Νικήτας, πάλευε πολλά χρόνια μια μάχη με τις ουσίες,
Και τώρα να. 
Θαυμάζει τους κύκλους της φύσης, την ανάκαμψη.

Και πρώτος, μα και τελευταίος, ο Σωτήρης. Με την γνωστή του ευφράδεια κινήσεων,
και το οξύτατο μυαλό τους,
μίλησε για τα καράβια, το απαρτχάιντ.

Εγώ από την άλλη, αναρωτιέμαι κάτι πολύ πεζό.
Άραγε, μπαίνεις ποτέ να διαβάσεις αυτά που γράφω;
Με σκέφτεσαι καμιά φορά, καταλάθως, όταν περνάς την Κάνιγγος με το μηχανάκι;

Τι ήταν ποτέ ο χρόνος, μπροστά στις στιγμές.
Δεν γνωρίζω το μυστικό των κατασκευών,
ούτε των βεβαιοτήτων.

Και όλοι αυτοί που μαζευτήκαμε εδώ γύρω, δεν είμαστε τίποτα άλλο
παρά ένα δυνατό αεράκι που μας ακουμπά, όσο περνάμε με 130 την Πατησίων, την Βασ. Όλγας.