Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Μέτωπο

            Ξύπνησα. Σα να συνεχίζεται η ζωή μου εκεί που την άφησα, όταν είχα ξεχάσει ποια ήμουν.
Το θυμάμαι το τότε. Είχα ανάγκη να αφήσω το παρόν να με ισοπεδώσει. Αισθανόμουν μια κούραση απερίγραπτη και επιζητούσα συνειδητά μια κάποια παύση. Δεν ήξερα βέβαια το κόστος, ούτε ήθελα να το σκεφτώ. Τότε.

         Ήθελα απλώς ένα μέρος σκιερό για να πλαγιάσω. Μιαν όμορφη πλάνη, ένα αχανές λευκό και ένα απέραντο τοπίο να περιπλανηθώ. Οι μεγάλοι περίπατοι δεν βοηθούσαν τότε, αφού στο μέσα μου βρισκόταν η ξηρασία και η περιορισμένη κίνηση. Τα ταξίδια άλλωστε είναι για τους ελεύθερους ανθρώπους, και 'γω υπήρξα φυλακισμένη στο σπήλαιο των αισθήσεων μου, στους περιορισμούς της προβληματικής μου αντίληψης και στην πλήρη ανικανότητα μου να συνδέεομαι με άλλες υπάρξεις. Όχι. Η φυσική μετακίνηση δεν μπορούσε να με βοηθήσει, μονάχα η προσκόλληση σε προβλήματα ενός αγνώστου προσώπου.
   Και ήρθε εκείνη η στιγμή, που η πολυπόθητη παύση με βάρεσε στο μέτωπο. Όλα σταμάτησαν πράγματι και με την πλήρη συνειδητότητα, εκείνη την συνειδητότητα που συνοδεύει τον μελλοθάνατο στην διαδρομή από το κελί στην έξοδο, αφέθηκα στην πλάνη του έρωτα και στους αντικατοπτρισμούς γοητευτικών προσώπων.
         Αισθάνθηκα το μέσα μου να παγώνει, για να γεννηθεί μια άλλη αίσθηση, μια αίσθηση που διαφέρει από τις υπόλοιπες. Μπορούσα να συνδέσω ασύνδετες πλευρές του εγκεφάλου μου και να γεύομαι χρώματα, να κοιμάμαι με σκιές δίχως πλέον να τρομάζω. Εγώ, που γαλουχήθηκα στο γκρίζο, εγώ που έχτισα όλη την κεντρική μου ιστορία στο πρόσωπο ενός σκυθρωπού κομπάρσου, ήμουν πλέον στην άκρη της σκηνής και ακροβατούσα. Αν μπορούσα να περιγράψω με ακρίβεια τον έρωτα, θα έλεγα πως είναι ακριβώς αυτό. Μια αλλαγή αίσθησης, μια χωροταξική μετατόπιση από το βάθος στην άκρη.
   Όμως η ηρεμία δεν διήρκησε για πολύ. Σου μίλησα για την ανικανότητα μου, την αντιπάθεια μου για την ισορροπία που δεν στηρίζεται στην διαλεκτική σύγκρουση. Βίωσα την ανίατη πλήξη της καθημερινότητας, την διαρκή ματαίωση, μιας που ο έρωτας, δεν μοιάζει τελικά με την λογοτεχνία, και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν μάθει να επιβιώνουν στην σιωπή, παρά στον κρότο ή στον πόθο για το εκκωφαντικό. Τι βαρετά! Θα ήθελα να μιλάω με τις ώρες για μέρη που δεν έχουν υπάρξει, ή για τις απαρατήρητες λεπτομέριες αυτών που υπήρξαν. Μα η πλήξη μου, οδηγήθηκε σε έναν ιδιαίτερο μονόλογο μεταξύ του εγώ μου και του κοιμισμένου μου εαυτού που σιγά σιγά σάλευε στην άκρη των χειλιών μου.             
        Έπρεπε να επιστρέψω. Πίσω. Στους φυσικούς μου ρεμβασμούς και στις διερωτηματικές περιπλανήσεις στην πολυάσχολη επαρχία μου. Η πόλη τότε , μου φαινόταν σαν να διακοσμούσε απλώς την μονοτονία μου. Δεν έβρισκα ησυχία ούτε στον ήχο της θάλασσας. Ζητούσα την απόδραση, μα πως θα μπορούσα να απομακρυνθώ από την κατάσταση που με έθετε στην άκρη και όχι πλέον στο βάθος ; (αυτό το βάθος, μια βαθειά απομόνωση)
   
      Όμως ξύπνησα. Θυμήθηκα. Θυμήθηκα όλα τα συμπεράσματα που είχα αναιρέσει. Θυμήθηκα με πόση σιγουριά δήλωνα όσα είμαι, για να ανακαλύψω στη συνέχεια, πως τελικά δεν ήμουν τίποτα. Ήμουν απλώς ένα φύλλο, που κινούταν αναλόγως την βαρύτητα και την θέληση των υπολοίπων. Μια συναισθηματική μαριονέτα. Θυμήθηκα την ανικανότητα μου. Τις αληθινά μοναχικές νύχτες μου. Τις μελωδίες της μαύρης ψυχής μου. Και δεν αισθάνθηκα καμία απολύτως νοσταλγία, παρά μόνο μιαν απέχθια, και μια ακατανόητη έλξη να επιστρέψω στον πόνο της απομόνωσης. Αφού ο έρωτας δεν με κατανόησε. Με έκανε στην άκρη. Τόσες πολλές φορές που σαν επιθετική αντίδραση,  έπαψα να πιστεύω πως εκεί βρίσκεται η ξεκούραση μου. Ξύπνησα στο μουδιασμένο μου σώμα, στην απουσία του ερωτικού αγγίγματος, στην απουσία γενικότερα.
   
        Πήρα φόρα, με το μέτωπο μου, και επιτέλους μπορούσα να με κοιτάξω να περιφέρομαι στα χιονισμένα τοπία. Μόνο για να ανακαλύψω πως το μέρος που ήθελα να πάω, ήταν από την αρχή το σημείο της εκκίνησης μου.
Ο κομματιασμένος εαυτός μου.