Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Τίτλοι τέλους

 Πότε ήταν η τελευταία φορά που πόνεσες; Ήταν Τετάρτη πρωί του είπε. Είχα αποφασίσει πως θα το άφηνα να απλωθεί, δεν θα το αγνοούσα. Ο ουρανός ήταν βαρύς και στα σύννεφα διέκρινες εικόνες προσώπων που είχαν χαθεί. Γιατί είσαι τόσο δραματική; Καθόλου δραματική. Απλώς ψάχνω για λίγο περίσσευμα ντοπαμίνης στο πρόσωπο σου. Έχεις ξεμείνει και εσύ ξέρω. Αναρωτιέμαι αν είχες ποτέ σου. Για την επιβίωση δεν χρειάζεσαι ντοπαμίνη. Κυρίως θες κοριτζόλη και σάρκα. Μην είσαι τόσο σοβαρός όμως. Η ζωή έχει πλάκα. Έχει και πόνο. Έχει και πλάκα. Εσύ πώς να το γνωρίζεις αυτό. η γνώση χρειάζεται αέρα, σημεία διαφυγής. Εσένα, η πανοπλία σου είναι από σκληρό μεσαιωνικό ατσάλι. Πάλι μιλάς για περασμένες αγάπες; Για περασμένους έρωτες εννοείς. Οι αγάπες κρατάνε. Οι έρωτες εξατμίζονται. Οι αγάπες δίνουν. Οι έρωτες παίρνουν, λεηλατούν. Και τότε τι το ψάχνεις το ρημάδι. Είπαμε. Λίγη ντοπαμίνη. Λίγο άλγος. Λίγη ντροπή. Λίγη συντήρηση. Λίγη ζωή. Μα τι λες τέλος πάντων; Τίποτα, κάτι δικά μου. Δεν βλέπεις τον κόσμο που καταστρέφεται; Σε λίγο θα είμαστε και οι δύο νεκροί. Τι μένει άλλο, από το να σου δώσω το μαχαίρι; Όχι, άσε. Δεν θα σου δώσω τίποτα.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Τα πλάσματα της νύχτας

Τα πλάσματα της νύχτας,
δένονται στο δευτερόλεπτο
Κρατούν ένα βαθύ αποτύπωμα του χρόνου

Δεν υπάρχουν τα γνωστά τελετουργικά-
Ηρεμία, ένα ένα τα βήματα
βόλτες στη θάλασσα

Παρά μόνο πέφτουν με τα μούτρα,
Ρουφούν και την τελευταία σταγόνα,
Πάνε μήνες απ' όταν είδαν το φως

Φοράνε μαύρη στολή και γυαλιά για προστασία
Το δέρμα τους αναγεννιέται συνεχώς
οι γιατροί μιλούν για ξηροδερμία

Ο κόσμος γίνεται συχνά πολύς
Βαρύς, ασήκωτος και άγονος
Σταθερά χειμώνας στην κοιλάδα των παραισθήσεων τους

Αν δεις ποτέ σου ένα τέτοιο πλάσμα,
μη βιαστείς να το διώξεις
και ας σου βρέξει τον καναπέ με τα δάκρυα του

Θα παλέψει διακαώς με τους τοίχους σου,
θα σου ρουφήξει τις πληγές
καθώς θα στέκεται ανάποδα στο ταβάνι, σαν νυχτερίδα της ασφάλτου

Το σώμα του θα είναι βαρύ, και τα άκρα του ξεχαρβαλωμένα
μη βιαστείς να το διώξεις,
κρατά ένα αντικλείδι για την κόλαση

Στην οποία κάποτε θα θες να περάσεις,
θα' χεις και εσύ τους λόγους σου,
άλλωστε, πολύτιμες πέτρες στη τσέπη βαραίνουν προς την κατάδυση στον εαυτό σου.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Σημείωμα

Στο σημείο που με φίλησες, φύτρωσε μια παπαρούνα κόκκινη
πνιγμένη στο αίμα.
Θάνατος μύρισε, και η στιγμή ήταν ασήκωτη

Όταν σε είδα,
Ουρές αποδημητικών πουλιών
επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Ήταν απόγευμα όταν έφυγες ξανά,
Η πόρτα έκλεισε ήσυχα,
σχεδόν διακριτικά.

Σε γύρεψα στην άκρη του παραθύρου,
Έσκυψα πάνω στα κάγκελα,
Σαν να κρεμόμουν από τον ουρανό

Σε είδα να περπατάς αμέριμνος,
μόνος
σαν βασιλιάς.

Το πρόσωπο σου ήταν σαν λεπίδα ψυχρό
Το περπάτημα σου 
βρωμούσε περηφάνια και ιδρώτα.

Την επόμενη επέστρεψες ξανά
ώστε να σχολιάσεις 
την ποιότητα του εδάφους

Και πάλι σαν να γνώριζες
κρατώντας τη γη στις παλάμες σου
πως ήμουν ένα τίποτα

Μην κλαις μου είπες
μα τα δάκρυα μου ήταν ό,τι μου απέμεινε,
ασπίδες προστασίας

Δεν κλαίω σου απάντησα,
Μα να λιγάκι βαριανασαίνω
μέσα στην βροχή της ψυχής μας

Εντάξει μου είπες,
Έκλεισες ξανά την πόρτα,
Και κάπως έτσι, σκούπισες το χώμα από τα παπούτσια


και απομακρύνθηκες
πέρα από το νεκροταφείο
μακριά.