Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018


#5

Monachopsis

*
Στο προαύλιο έστησαν έναν αυθόρμητο χορό. Οι μαθητές σε συνεργασία με κάποιους καθηγητές. Εγώ ήμουν στο κέντρο. Στην αρχή μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως παίζαμε εκείνο το παιχνίδι με το κορόιδο. Θυμάσαι τι λέω. Με αυτό το γαμημένο τραγούδι, το οποίο δε μπορώ να θυμηθώ τώρα ακριβώς. Μου πήρε ώρα να συνειδητοποίσω πως έκανα κάτι διαφορετικό.


*
Ήμουν 17 χρονών. Η καθηγήτρια με σήκωσε στον πίνακα για να λύσω μιαν εξίσωση. Ο ιδρώτας έλουσε το μέτωπο μου. Με το που αντίκρυσα εκείνα τα σύμβολα, ήμουν σίγουρη πως μπορούσα να τα αποσυμβολοποιήσω. Να καταλήξω στο μηδέν. Όμως με κοιτούσαν όλοι, παρόλο που δεν με κοιτούσε κανείς. Όλοι περίμεναν από εμένα να λύσω σωστά την εξίσωση, παρόλο που η καθηγήτρια κοιτούσε το ρολόι της και οι συμμαθητές μου ζωγράφιζαν ταγκιές στα θρανία τους. Το άγχος είχε σταματήσει τους σφυγμούς μου. Το ταβάνι έσταζε βροχή. Και έξω, ήταν μια ηλιόλουστη μέρα Απρίλη.


*
Η μητέρα μου με έδιωξε από το σπίτι. Άρχισα να τρέχω ξυπόλητη στους δρόμους. Τα καρφιά στα πόδια μου ήταν πιο απαλά από ποτέ. Η μητέρα μου δε με αγαπούσε. Η μητέρα μου είδε σε εμένα όσα δεν κατάφερε να γίνει. Συμβιβασμένη όπως ήταν, ζήλευε την αδιαφορία μου γύρω από το οτιδήποτε σηματοδοτούσε έναν γραμμικό θάνατο. Η οικογένεια μου, ένα σύμπλεγμα προσδοκιών και ματαιώσεων. Και'γω, να κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει “μεταμοντέρνα ποίηση” .


*
Μεγαλώνω. Μεγαλώνω και νοιώθω την όραση μου να θολώνει. Τις αντοχές μου να σμιρυκνώνονται. Τους φόβους μου δεν τους εγκατέλειψα, αλλά με εγκατέλειψαν εκείνοι. Μεγαλώνω και φτάνω τα 22. Από τη ζωή μου, πέρασαν κάποιοι άνθρωποι. Αρκετοί ας πούμε. Δεν τους εγκατέλειψα. Εκείνοι, ένας προς έναν, σκέφτηκαν αυθόρμητα μια στιγμή, πως η ζωή τους σε πλεονάζουσα κατάσταση τέλματος, πρέπει να μεταφερθεί σε άλλες περιοχές. Οι φίλοι μου, αποδημητικά πουλιά, σαν εκείνα της Κατερίνας. Μόνο που οι δικοί μου φίλοι πέθαναν από ματαιότητα, από κορεσμό, όχι από ναρκωτικά ή από κοινωνικό ανταγωνισμό. Οι φίλοι με άφησαν, προτού τους αφήσω εγώ. Τους δώρισα τις πληγές μου, ανοιχτές που ήταν. Όμως αποφάσισαν, πως το αίμα, δεν ταιριάζε στην ατομική τους φιλοσοφία. Την τελευταία φορά που τους είδα, γύρισα το βλέμμα μου από την άλλη για να κοιτάξω το φεγγάρι. Δεν κατάλαβαν δυστυχώς. Δεν κατάλαβαν. Δεν μπόρεσαν. Είμαι το φεγγάρι. Η αντανάκλαση του. Ένα γκρι υλικό σώμα που βουλιάζει. Και οι φίλοι μου είναι όλα εκείνα τα χαμένα βράδυα που ένοιωθα πως δεν ανήκω, ούτε στον ουρανό, ούτε στις διαδρομές που άφηναν πίσω τους.


*

Μια βόλτα με το λεωφορείο αρκεί για να την πείσει πως είναι θεατής κάποιας τραγωδίας. Τόσα σπιτικά που μαράζωσαν. Τόσα στραβοκοιτάγματα.Τόσοι απλήρωτοι λογαριασμοί. Τόσα “τι σου είπα ρε παλιοπούστη, μη με ξανα ενοχλήσεις”. Τόσοι δημοτικοί σύμβουλοι που προδόθηκαν από τους συνδημότες τους. Και αυτή η σύνθετη και υπερσυσσωρευμένη θλίψη, ασήκωτη όπως είναι, να είναι και το κύριο καύσιμο του λεωφορείου.
Κάθε στάση και ένα διάλειμμα. ΄Οπως ανοίγουν οι πόρτες, ένα αεράκι εισβάλει μαζί με μιαν αίσθηση πως στον έξω κόσμο όλα κινούνται. Οι συζητήσεις απότομα διακόπτονται και οι επιβάτες τρέχουν να συνεχίσουν την κλεμμένη καθημερινότητα τους. Πλέον δεν ξέρει τι θα απογίνουν. Η τραγωδία δεν θα λυθεί, μιας που δεν αφορά καν κάποια συγκεκριμένη ιστορία, παρά το σύνολο της διαδικασίας, αυτής της μάταιης φαινομενικής κίνησης.
Και ξαφνικά αισθάνεται το καρέ να αλλάζει. Σκέφτεται τις νυχτερινές βόλτες με το λεωφορείο. Σκέφτεται και την αποψινή νυχτερινή της βόλτα. Θυμάται. Θυμάται όλα τα βιβλία που άφησε στη μέση, τους ανθρώπους που δεν ενδιαφέρθηκε να χαιρετήσει. Ειδικά τα βιβλία. Μετανιώνει. Και τι να πρωτο μετανιώσει δηλαδή. Αντιλαμβάνεται πως δακρύζει. Αντιλαμβάνεται πως και η ίδια πλέον είναι κάποιο έργο τραγωδίας που παρατηρεί κάποιος άλλος επιβάτης. Παρόλο που το λεωφορείο είναι άδειο. Επόμενη στάση. Γιατί τα μέσα μαζικής μετακίνησης να παράγουν τόσους τόνους λογοτεχνίας; Σκέφτεται. Και ανενόχλητη αφήνεται στην ηδονική απόλαυση της μετακινούμενης εικόνας μιας έρημης πόλης, ή ενός έρημου εαυτού. Το ένα και το αυτό.

*






#4

Είχε έναν φίλο. Ο φίλος του ήταν πιο όμορφος απ'αυτόν και περισσότερο εξωστρεφής. Κάπνιζε λιγότερο και πρόσεχε περισσότερο τη διατροφή του. Τα δόντια του ήταν παραπάνω ίσια, σχεδόν τελειοποιημένα, και τα μάτια του είχαν ένα χρώμα πιο βαθύ από το κοινό καφέ εκείνου. Ο φίλος του, είχε και αυτός μόνο έναν φίλο. Ο φίλος του φίλου του, ήταν πιο ψηλός από τον φίλο του και λεπτότερος από εκείνο και έπλενε συχνότερα τα μάτια της κουζίνας. Ο φίλος του, ήταν λιγότερο μοναχικός από εκείνον, αλλά περισσότερο απόμακρος από τον φίλο του. Σα να λέμε πως ο φίλος του φίλου του, ήταν ένα πρότυπο ανθρώπου, η κορυφή μιας πυραμίδας χαλασμένων ανθρώπων. Ο φίλος του φίλου του δεν γνώρισε ποτέ του τι πάει να πει εγκατάλειψη, ούτε έτρεμε στην αίσθηση της απόρριψης. Ο πρώτος τρεφόταν κυρίως με κρέας, ο φίλος του με λαχανικά και ο φίλος του φίλου του με αέρα κοπανιστό και εσωτερικό μανιακό φως.

Οι τρεις τους μια μέρα, ξεκίνησαν για μιαν εκδρομή. Οδηγούσε ο φίλος του φίλου εκείνου. Το αμάξι ήταν του πατέρα του, ένα σκαραβαίος με ασημί πόρτες και κίτρινο καπό. Παράξενη επιλογή αλλά ταιριαστή στην εκκεντρικότητα του συνδυασμού αυτών των ατόμων. Η ταχύτητα αυξανόταν μιας που ήθελαν να ξεπεράσουν τον ήχο του ραδιοφώνου. Εν τέλει ένα μεγαλύτερο αμάξι από το αμάξι της παρέας τους κατατρώπωσε. Τους σταμάτησε την αυτοπεποίθηση και διέκοψε με την μέγιστη ταχύτητα αυτή την αλυσίδα ελαττωμάτων. Και οι τρεις τώρα, λιωμένοι στην άσφαλτο. Ισότιμοι μπροστά στο μεγαλύτερο αμάξι της μεγαλύτερης εικόνας.

Ο οδηγός του μεγαλύτερου αμαξιού, βλέποντας τα τρία λιωμένα κορμιά, θυμήθηκε και εκείνος με τη σειρά του τον θάνατο. Προς στιγμήν, ένοιωσε γεμάτος χαρά, που ο θανάτος για εκείνον ήταν μια εικόνα άλλων νεκρών και όχι του ιδίου. Αφού λοιπόν είχε ξεπεράσει τον εαυτό του, μπήκε στο μεγάλο του αμάξι και συνέχισε τη βόλτα του. Φούσκωσε τα πνευμόνια του με ηδονή και ευχαρίστηση. Στην επόμενη στροφή, σα να ξέχασε τα προηγούμενα συμπεράσματα του, θέλησε να καρφωθεί με το αμάξι του στο δέντρο. Έτσι και έκανε.

Το δέντρο, έτσι ψηλότερο που ήταν από τον οδηγό και από το μεγάλο αμάξι, δεν περίμενε καθόλου αυτή την απότομη σύγκρουση. Χωρίς καν να κουνήσει το μικρό του κλαδάκι, ανέπαφο και καμαρωτό, άφησε το αυτοκίνητο να διπλωθεί στα δύο πάνω του. Και αληθινά, εκείνο δεν έπαθε γρατζουνιά. Σκέφτηκε πως αυτή είναι η τυχερή του μέρα. Απόλαυσε τη μυρωδιά του φρεσκοσκοτωμένου οδηγού και συνέχισε να ακούει το τραγούδι από τα πουλάκια που είχαν επιστρέψει μετά την άτακτη φυγή τους στα πράσινα φύλλα του.

Ένας κηπουρός πλησίασε μ'ένα αλυσοπρίονο ήρεμος. Έκοψε σύρριζα το δέντρο.
Επέστρεψε στο τραπεζάκι του και τελείωσε τον φραπέ του.
Ο κλαδευτής στον ελεύθερο του χρόνου, αρεσκόταν στο να διαβάζει φιλοσοφία.
Θυμάται εκείνη τη φράση, του Πλάτωνα, ή του Αριστοτέλη: “φιλοσοφια εστί μελέτη θανάτου”. Τώρα όμως στη δουλειά, με 4 ευρώ την ώρα, που ώρα για τέτοια. Θάνατος στη περίπτωση του κλαδευτή είναι είναι η επισφάλεια και η μαύρη εργασία. Τα παιδιά του που μπαίνουν στην εφηβεία, και η μάνα τους που αποφάσισε πως το ξυράφι είναι καλύτερος σύζυγος από εκείνον. Τέλος πάντων. Γεμίζει με λίγο νερό τον φραπέ του και κάνει ένα διάλειμμα. Τα αφεντικά του λείπαν για αρκετή ώρα.
Που να ξέρε ο φιλόσοφος μας, πως τα αφεντικά του ήταν νεκρά. Πως εξερευνούσαν το εσωτερικό ενός έρημου νεκροτομείου την ώρα που εκείνος ρουφούσε τον φραπέ του.
Και ξάφνου! Μια γλάστρα πέφτει στο κεφάλι του κηπουρού!

Ακούγεται μια φωνή από το πάνω μπαλκόνι “συγγνώμη!”

Ο κηπουρός δεν έμαθε ποτέ πως η φιλοσοφία όντως είναι η μελέτη του θανάτου.
Και πως ήταν και αυτός ένας κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας θανάσιμων πιθανοτήτων.


Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018


...Ξημερώματα, Βιέννη.


Πήραν στους ώμους τους τα ξύλινα τραπέζια και έκοψαν την αίσθηση της νύχτας στη μέση. Η ώρα ήταν 5 παρά. Αδιάφοροι ως προς το ωράριο ύπνου των σπιτιών αυτού του δρόμου, έκαναν όση περισσότεροη φασαρία μπορούσαν.

Ήταν Τούρκοι, άραβες, σέρβοι, εργάτες και βρώμικοι στην όψη με χαμηλά μεροκάματα και δεξιές πεποιθήσεις, επί πλειοψηφία τουλάχιστον. Μαζί τους, και οι βοηθοί τους, νεαροί, ενοχλημένοι από το κρύο, σκεπτόμενοι το μαγικό χρηματικό ποσό που θέλουν να συμπληρώσουν για να εξαφανιστούν από αυτή την κοινωνία της ψευδαίσθησης και της απομόνωσης. Σιωπηλοί ως προς τα δικά τους αφεντικά, μονάχα με μια μιζέρια υπογεγραμμένη οριζόντια στα μέτωπά τους.

Η σημερινή μέρα προβλέπεται σημαντική, μιας που το δελτίο καιρού ενημερώνει για λιακάδα. Μέρες σαν αυτές, ο κόσμος στη λαική είναι τριπλάσιος από το συνηθισμένο.

Το άγχος του να ετοιμαστούν οι πάγκοι στην ώρα τους, είναι επίσης τριπλασιασμένο. Το φως θα αργήσει να φανεί κάποια ώρα ακόμη, όλα όμως μοιάζουν έτοιμα πλέον. Ο καθένας στο πόστο του, ανάβουν από ένα τσιγάρο και στέκονται ήσυχοι. Ένας σκέφτεται το παιδί του. Και πάλι δε θα μπορέσει να την συνοδεύσει στο σχολείο, ούτε να της ετοιμάσει το πρωινό της. Ένας άλλος σκέφτεται τη γυναίκα του. Με ποιον να κοιμάται αυτό το βράδυ. Ο απέναντι νεαρός σκέφτεται αυτό το ρητό που διάβασε για κάτι πουλιά που δεν πετάνε, μα δεν μπορεί να το θυμηθεί ολοκληρωμένα, ο ακριβώς δίπλα του, προσπαθεί να μη σκέφτεται τους γονείς του και τα αντι-κουρδικά τους αισθήματα, και ένας άλλο σκέφτεται απλώς το πόσο πολύ θα ήθελε να κοιμόταν αντί να ξεπαγιάζει σ'έναν έρημο δρόμο. Δίπλα στο παράθυρο του σπιτιού, που βρίσκεται στη μέση του δρόμου, έχει μια μαύρη τρύπα στον τοίχο, και στη πόρτα αυτού του σπιτιού, ένα αυτοκόλλητο “prisons are for burning”. Ποιος ξέρει τι εννοεί.

Οι κάτοικοι του σπιτιού, κοιμούνται.
Ονειρεύονται. Δεν τις ξύπνησε η φασαρία τα ξημερώματα, όπως συνέβαινε τις πρώτες μέρες.
Όλα είναι θέμα συνήθειας υποθέτω.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

κάτι κουνιέται στο μπάνιο

είμαι κενή,
άδεια. Πώς το λένε;
Και πάνω που σου' λεγα, πως δε θα ξανα περιπέσω
σε τέτοιες ρητορείες.
Υπάρχω.
Μα θέλω να δωθώ.
Χωρίς πολλά πολλά,
χωρίς σύνθετες διαδικασίες.
Να αισθανθώ, αυτό που λένε
συντροφικότητα.

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

σημείωμα #2

Για αυτούς που ξέχασαν τι σημαίνει ποίηση,
για εκείνους που δεν γνώρισαν τον τρόπο,
για εκείνους που νοιώσαν άβολα στη σιωπή,
για τους νεκρούς,
για τους μάρτυρες,
για τους ξυπόλητους επαίτες
για αυτούς που περιμένουν την λαική αγορά για να ψωνίσουν
και για εκείνους που νοιώθουν πιο άνετα στην απρόσωπη κατάρα του σούπερμαρκετ.
Για τους αντιφασίστες, και για τους αιτούντες καλύτερων συνθηκών εργασίας.
Για τους συνδυκαλιστές και για τους αμνήμονες,
για τους μελαγχολικούς και τους εξεγερμένους των σαββάτων.
Για εκείνους που σύσσωμοι συμφώνησαν στην καλύτερη ζωή χωρίς το ίντερνετ
για τους εξαρτημένους από ουσίες,
από ανθρώπους
και από ιδέες.
Για τους βαρεμένους και για τους βρωμιάριδες.
Για τον εαυτό μου, και για'σένα,
για την μικρότητα μου και για το απύθμενο μεγαλείο μου,
για τη μητέρα μου,
την πάσχουσα από άγχος και τρόμο,
για εκείνους που δεν ήρθαν ποτέ,
για τους άλλους, που ήρθαν νωρίτερα και οι πόρτες ήταν γκρεμισμένες,
και για όσους δε με περίμεναν να φτάσω.
Για τους επαναστατημένους,
για τους εγκλωβισμένους στη πείνα, στη γραφειοκρατία,
στη μιζέρια,
στον διαρκή εκτοπισμό τους.


Ας είναι ασήκωτο και βαρύ, το χώμα που θα μας σκεπάσει.