Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018


#4

Είχε έναν φίλο. Ο φίλος του ήταν πιο όμορφος απ'αυτόν και περισσότερο εξωστρεφής. Κάπνιζε λιγότερο και πρόσεχε περισσότερο τη διατροφή του. Τα δόντια του ήταν παραπάνω ίσια, σχεδόν τελειοποιημένα, και τα μάτια του είχαν ένα χρώμα πιο βαθύ από το κοινό καφέ εκείνου. Ο φίλος του, είχε και αυτός μόνο έναν φίλο. Ο φίλος του φίλου του, ήταν πιο ψηλός από τον φίλο του και λεπτότερος από εκείνο και έπλενε συχνότερα τα μάτια της κουζίνας. Ο φίλος του, ήταν λιγότερο μοναχικός από εκείνον, αλλά περισσότερο απόμακρος από τον φίλο του. Σα να λέμε πως ο φίλος του φίλου του, ήταν ένα πρότυπο ανθρώπου, η κορυφή μιας πυραμίδας χαλασμένων ανθρώπων. Ο φίλος του φίλου του δεν γνώρισε ποτέ του τι πάει να πει εγκατάλειψη, ούτε έτρεμε στην αίσθηση της απόρριψης. Ο πρώτος τρεφόταν κυρίως με κρέας, ο φίλος του με λαχανικά και ο φίλος του φίλου του με αέρα κοπανιστό και εσωτερικό μανιακό φως.

Οι τρεις τους μια μέρα, ξεκίνησαν για μιαν εκδρομή. Οδηγούσε ο φίλος του φίλου εκείνου. Το αμάξι ήταν του πατέρα του, ένα σκαραβαίος με ασημί πόρτες και κίτρινο καπό. Παράξενη επιλογή αλλά ταιριαστή στην εκκεντρικότητα του συνδυασμού αυτών των ατόμων. Η ταχύτητα αυξανόταν μιας που ήθελαν να ξεπεράσουν τον ήχο του ραδιοφώνου. Εν τέλει ένα μεγαλύτερο αμάξι από το αμάξι της παρέας τους κατατρώπωσε. Τους σταμάτησε την αυτοπεποίθηση και διέκοψε με την μέγιστη ταχύτητα αυτή την αλυσίδα ελαττωμάτων. Και οι τρεις τώρα, λιωμένοι στην άσφαλτο. Ισότιμοι μπροστά στο μεγαλύτερο αμάξι της μεγαλύτερης εικόνας.

Ο οδηγός του μεγαλύτερου αμαξιού, βλέποντας τα τρία λιωμένα κορμιά, θυμήθηκε και εκείνος με τη σειρά του τον θάνατο. Προς στιγμήν, ένοιωσε γεμάτος χαρά, που ο θανάτος για εκείνον ήταν μια εικόνα άλλων νεκρών και όχι του ιδίου. Αφού λοιπόν είχε ξεπεράσει τον εαυτό του, μπήκε στο μεγάλο του αμάξι και συνέχισε τη βόλτα του. Φούσκωσε τα πνευμόνια του με ηδονή και ευχαρίστηση. Στην επόμενη στροφή, σα να ξέχασε τα προηγούμενα συμπεράσματα του, θέλησε να καρφωθεί με το αμάξι του στο δέντρο. Έτσι και έκανε.

Το δέντρο, έτσι ψηλότερο που ήταν από τον οδηγό και από το μεγάλο αμάξι, δεν περίμενε καθόλου αυτή την απότομη σύγκρουση. Χωρίς καν να κουνήσει το μικρό του κλαδάκι, ανέπαφο και καμαρωτό, άφησε το αυτοκίνητο να διπλωθεί στα δύο πάνω του. Και αληθινά, εκείνο δεν έπαθε γρατζουνιά. Σκέφτηκε πως αυτή είναι η τυχερή του μέρα. Απόλαυσε τη μυρωδιά του φρεσκοσκοτωμένου οδηγού και συνέχισε να ακούει το τραγούδι από τα πουλάκια που είχαν επιστρέψει μετά την άτακτη φυγή τους στα πράσινα φύλλα του.

Ένας κηπουρός πλησίασε μ'ένα αλυσοπρίονο ήρεμος. Έκοψε σύρριζα το δέντρο.
Επέστρεψε στο τραπεζάκι του και τελείωσε τον φραπέ του.
Ο κλαδευτής στον ελεύθερο του χρόνου, αρεσκόταν στο να διαβάζει φιλοσοφία.
Θυμάται εκείνη τη φράση, του Πλάτωνα, ή του Αριστοτέλη: “φιλοσοφια εστί μελέτη θανάτου”. Τώρα όμως στη δουλειά, με 4 ευρώ την ώρα, που ώρα για τέτοια. Θάνατος στη περίπτωση του κλαδευτή είναι είναι η επισφάλεια και η μαύρη εργασία. Τα παιδιά του που μπαίνουν στην εφηβεία, και η μάνα τους που αποφάσισε πως το ξυράφι είναι καλύτερος σύζυγος από εκείνον. Τέλος πάντων. Γεμίζει με λίγο νερό τον φραπέ του και κάνει ένα διάλειμμα. Τα αφεντικά του λείπαν για αρκετή ώρα.
Που να ξέρε ο φιλόσοφος μας, πως τα αφεντικά του ήταν νεκρά. Πως εξερευνούσαν το εσωτερικό ενός έρημου νεκροτομείου την ώρα που εκείνος ρουφούσε τον φραπέ του.
Και ξάφνου! Μια γλάστρα πέφτει στο κεφάλι του κηπουρού!

Ακούγεται μια φωνή από το πάνω μπαλκόνι “συγγνώμη!”

Ο κηπουρός δεν έμαθε ποτέ πως η φιλοσοφία όντως είναι η μελέτη του θανάτου.
Και πως ήταν και αυτός ένας κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας θανάσιμων πιθανοτήτων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

πες τα