Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Είσαι εδώ;

Η μέρα έκλεισε. Κάποιος μίλησε για φυλακή, για κάτι ερωτικά γράμματα σε γνωστό βιαστή.
Ο Γιώργος σέρβιρε τον καφέ,
η Νίκη τάισε τις γάτες θαυμάζοντας τες για το μητρικό τους ένστικτο-
μη γνωρίζοντας πως 
ακόμα και οι γάτες σκοτώνουν τα μωρά τους.

Άλλος, μίλησε για πολιτισμούς. Ο πολιτισμός της μαντίλας, η κατάργηση της καταπίεσης
και άλλα τέτοια γενικόλογα. 
Φλυαρούσε. Σαν ένας "λευκός, δυτικός", θα έλεγαν κάποιες κακοπροαίρετες.

Ο Νικήτας από την άλλη, με την γνωστή του ειλικρίνεια στα μάτια, συμμάζεψε τα ασυμάζευτα.
Μύρισε τα φυτά, μίλησε για τον μεταξοσκώληκα και την χρησιμότητα του για την 
επιβίωση μας. Ομολόγησε την ταπεινότητα του, την μετακίνηση του.
Σήμερα έμαθα πως ο Νικήτας, πάλευε πολλά χρόνια μια μάχη με τις ουσίες,
Και τώρα να. 
Θαυμάζει τους κύκλους της φύσης, την ανάκαμψη.

Και πρώτος, μα και τελευταίος, ο Σωτήρης. Με την γνωστή του ευφράδεια κινήσεων,
και το οξύτατο μυαλό τους,
μίλησε για τα καράβια, το απαρτχάιντ.

Εγώ από την άλλη, αναρωτιέμαι κάτι πολύ πεζό.
Άραγε, μπαίνεις ποτέ να διαβάσεις αυτά που γράφω;
Με σκέφτεσαι καμιά φορά, καταλάθως, όταν περνάς την Κάνιγγος με το μηχανάκι;

Τι ήταν ποτέ ο χρόνος, μπροστά στις στιγμές.
Δεν γνωρίζω το μυστικό των κατασκευών,
ούτε των βεβαιοτήτων.

Και όλοι αυτοί που μαζευτήκαμε εδώ γύρω, δεν είμαστε τίποτα άλλο
παρά ένα δυνατό αεράκι που μας ακουμπά, όσο περνάμε με 130 την Πατησίων, την Βασ. Όλγας.



Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Πώς πάει το καλοκαίρι σου;

Επιθυμώ σημαίνει αγγίζω

με το φαντασιακό.

Επιθυμώ σημαίνει σχεδιάζω.

Φτιάχνω γραμμές,

διαμορφώνω κύκλους,

ακολουθώ μια άγνωστη διαδρομή

σε κάτι που θυμίζει

μια από τις παλιές μου γειτονιές

που πλέον έχω ξεχάσει

ή δεν γνώρισα ποτέ στην πραγματικότητα.


Για να δω τι μπορώ να φτάσω,

με μια επιθυμία αλλοτριωμένη,

που δεν συμμαζεύεται,

ούτε μπορεί να αποφασιστεί

εκ των προτέρων με ορθολογικά κριτήρια.

Για να δω τι μπορώ να ακουμπήσω

με δύο χέρια που εντείνουν 

την αγωνία, σκιαγραφούν την αμφιθυμία,

αφήνονται στην ταλάντευση 

ανάμεσα στην απόλαυση και το καθήκον.


Επιθυμώ να ανακαλύψω,

πώς μπορώ να δράσω,

Με ένα βίωμα

κάπως βγαλμένο από παραμύθια.


Καλοκαίριασε για τα καλά

στις πόλεις.

Ένας φοιτητής έχασε την ακοή του,

η αστυνομική βία συνεχίζεται.

Σε μια άλλη γωνιά,

μια κοπέλα δεν μπόρεσε 

να βρεθεί γυμνόστηθη να απολαύσει τον καλοκαιρό ήλιο-

Ένας άντρας δεν την άφησε, ούτε εκεί να 

αισθανθεί πως δεν είναι σεξουαλικό αντικείμενο.


Κάπου άλλου,

ένας ευγενικός άνθρωπος

με δύο μάτια ανοιχτά,

φορώντας μαύρες μπλούζες με 

φανταστικά λογότυπα,

βρέθηκε αδικημένος

κάτω από την βία της κρητικής φιλοξενίας,

αυτή τη φορά λιγότερο μόνος ίσως,

αλλά και πάλι εκτεθειμένος.

Στα όρια μιας ύπαρξης που προσπαθεί

απλώς να πει στα κρυφά 

"Εδώ είμαστε. Μπορείς τώρα να χαλαρώσεις."


Σε κάποιο άλλο σημείο,

κόρνες ατελείωτες σε ένα φασαριόζικο πέρασμα 

στη πόλη.

Από πάνω στέκεται ένα μπαλκόνι, στον 2ο όροφο

και φάινεται να 

συγκρατεί όλη την φασαρία 

και όλη την εσωστρέφεια του τετραγώνου,

χωρίς να ζαρώνει τα χείλη του,

μόνο κρατώντας σ'ένα ειδικό συρτάρι μια κούτα με panadol

και ένα τετράδιο, ίσως και κάποια

καπνισμένα τσιγάρα από τα σκοτεινά χρόνια της ενηλικίωσης.


Εμένα τα χέρια μου είναι μικρά, λευκά με πολλές γραμμές,

και αδύναμα

απέναντι στις τόσες 

στιγμές σύγχρονης ιστορίας.

Αναρωτιέμαι ακόμα

για την καταπίεση,

τον καταπιεστή και τον καταπιεσμένο.

Ψάχνω νέες λέξεις,

νέες εικόνες,

ευφάνταστες συνταγές

Ένα ηλιοβασίλεμα αντίκρυ από ένα αρχαίο νεκροταφείο,

Μία αλλεργία στο αλκόολ,

ένα

"σας παρακαλώ δώστε μου λίγο χώρο"


Αναζητώ συνθέσεις,

όχι απόλυτες απαντήσεις.

Μία συνθήκη πτήσης.

Να αναρωτιέμαι διαρκώς

πως στο διάολο στέκονται στον αέρα

τόσοι τόνοι ατσαλιού!

Με τον ίδιο θαυμασμό,

να κοιτάω και ένα μικροσκοπικό άνθρωπο

να βρίσκει το θάρρος να περπατήσει για πρώτη φορά

και να φωνάξει με τη γνωστή σιγουριά των παιδιών

"Αφήστε με! Μπορώ και μόνη μου!"


Θέλω να κοιτάξω και τα μη ανθρώπινα πλάσματα,

πως οριοθετούνται,

πως κυνηγούν τα περιστέρια,

ενίοτε πως διεκδικούν,

πώς παίζουν μεταξύ τους σκληρά,

προσέχοντας όμως το να μην πληγώνονται.

Πώς με κοιτούν στα μάτια

τις στιγμές που τα δάκρυα μου

σκεπάζουν την κουφόβραση της Σαλονίκης.


Θέλω να δω τόσα

και άλλα τόσα.

Να μεγαλώνουν οι ορίζοντες

και να μικραίνουν οι γραμμές του βιογραφικού μου.

Θέλω να μην με νοιάζει ο έρωτας

σαν ναρκωτικό,

ούτε καν σαν συμβόλαιο,

αλλά σαν ένα ταξίδι στον χωροχρόνο.

Ανάμεσα στο τίποτα και στο άπειρο.


Θέλω να αποτινάξω από πάνω μου

την βία των λέξεων,

την απουσία του θηλυκού στις προτάσεις μου,

Τα "βαριέμαι"

Και τους καημούς.